- ῥαβδοειδεῖς
- ῥαβδοειδήςstripedmasc/fem acc plῥαβδοειδήςstripedmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
LACUATA Vestis — uti Salmas. legit apud Isid. pro Laculata, est quae lacus quadratos quosdam cum pictura habet intextos, aut additos acu, Graece παοῖς πλινθίοις διειλημμένη. Sic Lacuata tecta Cic. in Tusculan. uti legit Serv. pro laqueatis, a genere caelaturae… … Hofmann J. Lexicon universale
QUADRATURAE Vitreae — occurruntapud Vopiscum in Firmo, c. 3. De huius diviti is multa dicuntur. Nam et vitre is quadraturis bitumine aliisque medicamentis insertis domum instruxisse perhibetur. Inter alia enim parietum ornamenta, de quibus retro diximus, solebant… … Hofmann J. Lexicon universale
θάμνος — Ξυλώδες φυτό, του οποίου οι διακλαδώσεις ξεκινούν από τη βάση του κύριου άξονα. Ο κεντρικός κορμός του δεν είναι σαφώς διαμορφωμένος και το ύψος του, μικρότερο από αυτό των δέντρων, κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1 και 4 μ. Υπάρχουν θ. με πυκνές… … Dictionary of Greek
ράβδωση — η / ῥάβδωσις, ώσεως, η, ΝΜΑ [ῥαβδοῡμαι / ραβδώνω] μακρά και στενή εγγλυφή ή ανάγλυφη προεξοχή σε στερεά ύλη, και, ιδίως, κατακόρυφη αυλάκωση στον κορμό κίονα ή παραστάδας («ἡ γὰρ τῶν λίθων σύνθεσις ἑτέρα τῆς τοῡ κίονος ῥαβδώσεως», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
ραβδόγλυφος — η, ο, Ν αρχιτ. (για κίονες και παραστάσεις) αυτός που έχει σε ολόκληρη την επιφάνειά του κυρτές ημικυλινδρικές ραβδοειδείς γλυφές, αυτός που είναι γεμάτος σκαλίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράβδος + γλυφος (< γλύφω «σκαλίζω»), πρβλ. τρί γλυφος. Η λ.… … Dictionary of Greek